- κατασκιρτώ
- κατασκιρτῶ, -άω (Α)1. πηδώ κάτω από κάπου («κατεσκίρτησεν ἀπὸ τοῡ βήματος», Πλούτ.)2. πηδώ εδώ κι εκεί3. δείχνω περιφρόνηση για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκιρτῶ — κατασκιρτάω leap upon pres imperat mp 2nd sg κατασκιρτάω leap upon pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατασκιρτάω leap upon pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατασκιρτάω leap upon pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκίρτημα — κατασκίρτημα, τὸ (Μ) [κατασκιρτώ] πήδημα προς τα κάτω … Dictionary of Greek